ἀνεμοκορακίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοκορακίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμοκορακίζω Ναξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. κορακίζω.

Σημασιολογία

1) Σκορπίζω: Μὴ πάς ν᾽ ἀνεμοχορακίσῃς τὰ πρόβατα ποῦ ᾽ναι σταλισμένα. Ἐνεκοκορακίστηκε ἡ φαμελιˬά (διεσπάρησαν τὰ μέλη της). Ἀνεμοκορακισμένος εἶν’ ὁ κόσμος ἀπουμέσ’ ᾿ς τὸ χωριˬὸ μὲ τὴ φτώχε͜ια, ἐσηκώθησαν οἱ ἔρημοι καὶ φύασι. 2) Σπαταλῶ: Μὴ d’ ἀνεμοκορακίζῃς, παιδί μου, το τίοτα σου᾿ ὅdε τὄχῃς, που δε θα σου λείβγεται ποτές. ᾿Ενεμοκοράκισά το ’ὼ τὸ ᾿έννημά μου κιˬ ὅ,τι νὰ σωθῇ δὲν ἤξερω εἶdα θα κάνωμε!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/