ἀνεμοκύκλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοκύκλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνεμοκύκλισμα τό, (ΙΙ) ἀνιμουτσύκλισμα Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνεμοκυκλίζω(ΙΙ).
Σημασιολογία
Σπατάλη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA