ἀνεμολίχνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμολίχνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμολίχνη, ἀλιμουλι’χ’ Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ ἄνεμος καὶ λίχνη.
Σημασιολογία
Τὸ κατὰ την λίκμησιν των σιτηρῶν ὑπό τοῦ ἀνέμου παρασυρόμενον λεπτὸν ἄχυρον: Διˬάργυρος κιˬ ἀλιμουλίχ᾽ νὰ γίν᾽ν τὰ καλά σ᾿! (νὰ διασκορπιθῇ, νὰ καταστροφῇ ἡ περιουσία σου ὡς διασκορπίζεται ὁ ὑδράργυρος καὶ ἡ ἀνεμολίχνη! Ἀρά). Συνών. ἀνεμολίχνισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA