ἀνεμολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνεμολόγος ὁ, ᾿Ικαρ. Κρήτ. Πελοπν (Βούρβουρ. Μεσσ.) -Λεξ. Δημητρ. ἀνεμολόος Θήρ. Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνεμολός Πελοπν. (Λακων.) Ροδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λόγος, περὶ ἧς ὶδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾶ. 22 (1910) 247 κἑξ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
1) Ξυλίνη ράβδος κάθετος ἐπὶ τῆς στέγης οἰκοδομῆς φέρουσα εἰς τὸ ἄκρον προσδεδεμένην δέσμην ξηρῶν χόρτων ἢ ἄλλο τι πρᾶγμα, ὅπερ δεικνύει τὴν διεύθυνσιν τοῦ ἀνέμου Κρήτ. Συνών. ἀνεμοδείχτης, ἀνεμοδούρα1, ἀνεμοδούρι 1. β) Μεταφ. ἄνθρωπος ἀστάτου χαρακτῆρος Πελοπν. (Λακων.) 2) Τριγωνικὸν ἱστίον τῆς πρῴρας πλοίου Κάρπ. Συν. φλόκκος. 3) Τὸ σχοινίον μὲ τὸ ὁποῖον δένουν τὰ ἀλωνίζοντα ζῷα καὶ τὸ ὁποῖον προσδενόμενον διὰ τοῦ ἑτέρου ἄκρου εἰς τὸν στῦλον τὸν εὑρισκόμενον εἰς τὸ κέντρον τοῦ ἀλωνίου κανονίζει τοὺς κύκλους τῆς περιφορᾶς Πελοπν. (Λακων.) 4) Ἡ κινητὴ ξυλίνη στεφάνη περὶ τὸν στῦλον εἰς τὸ κέντρον τοῦ ἀλωνίου, εἰς τὴν ὁποίαν προσδένεται τὸ σχοινίον τῶν ἀλωνιζόντων ζῴων Πελοπν. (Βούρβουρ. Μεσσ.) 5) ᾿Οπὴ διανοιγομένη εἰς τὸν τοῖχον οἰκοδομῆς πρὸς εἴσοδον τοῦ ἀέρος ἢ ἔξοδον τοῦ καπνοῦ Θήρ. ’Ικαρ. Ρόδ. κ. ἀ. : Ἀνεμολός τοῦ καμινιˬοῦ-τοῦ φούρνου Ρόδ. β) Ψύξις συνήθως ἐκ ρεύματος ἀέρος Ρόδ. Ἔκατσες χαμαὶ καὶ θά πάρῃς ἀνεμολόν. Συνών. κρυολόγημα. 6) Δευτέρα μικρὰ ὀπὴ εἰς δοχεῖον ἐπιτρέπουσα τὴν εἴσοδον τοῦ ἀέρος καὶ τὴν ἐκκένωσιν διὰ τῆς ἑτέρας ὀπῆς τοῦ περιεχομένου ὑγροῦ ἢ ὸπὴ εὶς δοχεῖον ἔπιτρέπουσα τὴν ἔξοδον τοῦ ἀέρος καὶ τὴν πλήρωσιν διὰ τοῦ κυρίου στομίου Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Χωρὶς νὰ κάμετ’ ἀνεμολόο πολεμᾶτε ν᾽ ἀδε͜ιάσετε τὸ dενεκέ! Ἅμα δὲν ἔχῃ ἀνεμολόο τό bρουσκὶ δὲ bαίνει τὸ κρασὶ μέσα. 7) Ὁ λέγων λόγους ἀνοήτους, μωρολόγος Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀερολόγος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA