ἀνεμομπουμπούλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμομπουμπούλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμομπουμπούλα ἡ, ΛΜαβίλ. Ἔργα 50
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναμπουμπούλα (ἰδ. ἀναμπαμπούλα), εἰς ὃ ὑπεισῆλθεν ὡς ά συνθετ. ἀντὶ τῆς προθ. ἀνὰ τὸ οὐσ. ἄνεμος.
Σημασιολογία
Ἀνεμοζάλη, θύελλα: Βγαίνουν στριμμωχτὰ οὐρλιˬάζοντας τῆς ἀνεμομπουμπούλας τὰ ξωτικά. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμικός Β1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA