ἀνεμόποδας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμόποδας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνεμόποδας ὁ, Ἄνδρ. Εὔβ. Κρήτ. Κῶς Μύκ. Νάξ. Ρόδ. Σεριφ Σίφν. Χίος ἀνεμόποδος Λεξ. Δεέκ
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀνέμη καὶ πόδας.
Σημασιολογία
1) Ὁ ποῦς τῆς ἁνέμης, ἤτοι ὁ κατακόρυφος ἄξων, περὶ τὸν ὁποῖον στηριζόμενον εἰς τὴν βάσιν στρέφεται ἡ ἀνέμη Ἄνδρ. Εὔβ. Κρήτ. Κῶς Μύκ. Νάξ. Ρόδ. Σέριφ. Σίφν. Χίος -Λεξ. Αἰν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμόκορμος. 2) Ἡ βάσις ἐπὶ τῆς ὁποίας στηρίζεται ἡ ἀνέμη Λεξ. Δεέκ. Συνών. ἀνεμόκολος, ἀνεμόποδο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA