ἀνεμοπύρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοπύρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεμοπύρι τό, ᾿Αθῆν.Λευκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Οἰν. Φεν.) κ. ἀ. ἀνιμουπύρ᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ πύρι.

Σημασιολογία

1) Ἡ νόσος ἐρυσίπελας, πάθησις ὀξεῖα, καθολική, ἐμπύρετος καὶ ἐκδηλουμένη ὡς δερματῖτις κυρίως εἰς τὸ πρόσωπον Λευκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.Κορινθ. Λακων. Οἰν. Φεν.) κ. ἀ.: Ἔβγαλε τ᾿ ἀνεμοπύρι Καλάβρυτ. Συνών.ἀγαθό 3, ἀερικό 4ζ, ἀμπελοκλάδι 6, ἀνεμικὸ (ἰδ. ἀνεμικὸς Β1δ), ἀνεμοπύρωμα 1, πυρό. β) Τὸ φυτὸν βούπλευρον τὸ θαμνῶδες (bupleurum fructicosum) τῆς τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae) χρησιμοποιούμενον ὑπὸ τοῦ λαοῦ ὡς ἀντιφάρμακον κατὰ τοῦ ἐρυσιπέλατος ᾿Αθῆν. Συνών. ἀνεμοπύρωμα 2. 2) Καύσων ὑπερβολικὸς τῶν θερινῶν μηνῶν Στερελλ.(Αἰτωλ.): Πάνι οὕλα, τὰ ρούφ’ξι τ’ ἆνιμουπύρι (ἐνν. τὰ σπαρτά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/