ἀνεμορριπὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμορριπὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμορριπὴ ἡ, Ἤπ. ᾿Ιόνιοι Νἣσ. (Ζάκ. Κεφαλλ.κ. ά.)-ΑΒαλαωρ. Εργα 3,224-Λεξ. Βλαστ. ἀνεμορρ’πὴ ’Ιθάκ. Κεφαλλ. Λευκ Νάξ. ἀνιμουρρ'πὴ Θρᾷκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ ριπή.
Σημασιολογία
1) Βιαία τοῦ ἀνέμου πνοή, θύελλα, ἀνεμοστρόβιλος ἔνθ’ ἄν.: Φρ. Τὸ πῆρε ἡ άνεμορριπὴ (κατεστράφη) ᾿Ηπ. Ἐπῆγε τσῆ ἀνεμορριπῆς (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. ᾿Ασ' τα νὰ πάνε ᾿ς τὴν άνεμορρ’πή ! ’Ιθάκ. Γίνηκε ἀνεμορρ’πὴ κιˬ ἀνεφταόρατη ἠ δεῖνα (ἔγινε ἄφαντος) Νάξ. ǁΠοίημ. …Τώρᾳ κ᾽ ἐσᾶς κ’ ἐμένα μᾶς ἅρπαξε τὸ σύφλογο καὶ ξεζευγαρωμένους μᾶς δέρν' ἡ ἀνεμορριπὴ… ΑΒαλαωρ ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἑν λ. ἀνεμικός Β 1. 2) Ὁ διάβολος (διότι κατὰ τὴν λαϊκὴν πίστιν τὸν τυφῶνα προκαλεῖ πονηρὸν πνεῦμα, τὸ ὁποῖον καὶ εὑρίσκεται ἐν αὐτῷ) Κεφαλλ. : Νὰ bῇ ἡ ἀνεμορρ'πὴ μέσα σου! (ἀρά). Πήγαινε-σῦρε ’ς τὴν ἀνεμορριπή! Συνών. φρ. πήγαινε’ς τό διˬάβολο!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA