ἀνεμοσκορπίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοσκορπίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμοσκορπίζω πολλαχ. ἀνιμουσκουρπίζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀνεμοσκορπῶ Κύθν. Πελοπν. (Γορτυν. Λάκων)-Λεξ. Πρω.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. σκορπίζω.

Σημασιολογία

1) Ἀνεμοσκονίζω 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπὸ τότες τοῦ Θεοῦ ἡ κατάρα ἐμπῆκε ᾽ς ἐκεῖνο τὸ σπίτι καὶ τὸ ἀνεμοσκόρπισε, ἐγενήκαν ὅλοι μαλλιˬὰ κουβάριˬα κιˬ ἀπὸ τ’ ἀδέρφιˬα ὁ ἕνας βρίσκεται ἀποκάτω ἀπὸ τὴ γῆς καὶ ὁ’ ἄλλος κλειστὸς μέσα ’ς τὴ φυλακὴ ΚΘεοτόκ. Κατάδ. 38. Ἀνεμοσκορπίστηνα ἕνας ἐπά κιˬ ἄλλος ἐκεῖ Πελοπν. (Μάν.) Ἐκεῖ νἀ φάς, ἐκεῖ νὰ πιῇς, ἐκεῖ ν᾿ ἀνεμοσκορπιστῇς! (ἐξ ἐπῳδ. κατὰ νοσήματος) Κέρκ. ǁ ᾎσμ. Τοὺς κρούει μία κανονεˬὰ | κιˬ ὅλους τοὺς ἀνεμοσκορπᾷ Λακων. Κιˬ ὁ Χάρως ἐξανάφανε, τοὐς ἀνεμοσκορπάει Γορτυν. β) Κατασωτεύω, σπαταλῶ Λεξ. Δημητρ.: Ἀνεμοσκόρπισε τὴν προῖκα του. Συνών. ἀνεμοστροβιλίζω 2. 2) Μέσ.φεύγω δρομαίως, γίνομαι ἄφαντος ᾿Ανδρ. Κέρκ.Συμ.-Λεξ. Αἰν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/