ἀνεμοσουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοσουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμοσουρίζω Ἤπ. ἀνιμουσουρίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνεμοσουράω Λεξ.Μ.᾿Εγκυκλ. ἀνιμουσιˬουράου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿ναμουσουρῶ Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ ὡς β’ συνθετ. τοῦ ρ. σουρίζω, δι᾽ὃ ἰδ. σφυρίζω.

Σημασιολογία

1) Κατὰ γ΄ πρόσωπ., πίπτει χιὼν συνοδευομένη ὑπὸ ἰσχυροῦ ἀνέμου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)-Λεξ. Μ.’Εγκυκλ.: ᾿Ανιμουσουρίζ' τοὺ χιˬό’ Ζαγόρ. β) Συσσωρεύω, ἐπὶ ἰσχυροῦ ἀνέμου συσσωρεύοντος τὸ χιόνι Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.): Τοὺ χιˬό’ τ᾽ ἀνιμουσούρ’σι οὑ ἄνιμους Ζαγορ 2) Προσβάλλομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου Σύμ. Βγάλε τὸ κατάρτιν γιˬὰ νὰ μὴν ᾿ναμουσουρᾷ (διὰ νὰ μὴ ἐμποδίζῃ τὸ πλοῖον προσβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ ἀντιθέτως πνέοντος ἀνέμου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/