ἀνεμόσυκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμόσυκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνεμόσυκο τό, Ἀθῆν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ. Κονίστρ. Πλατανιστ. κ. ἀ.)-Λεξ. ΠΓενναδ. 938 ἀνιμόσ’κου Ἤπ. (Ἀρτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ ἄνεμος καὶ σῦκο.
Σημασιολογία
Σῦκον ἐν γένει κακῆς ποιότητος (α) Τὸ ἐκ σφοδροῦ ἀνέμου βεβλαμμένον Ἄνδρ. (β) Τὸ μὴ καλῶς ἀναπτυχθὲν καὶ ὡριμάσαν, ἰδίᾳ τὸ ἄνευ ἐρινασμοῦ Εὔβ. (Κάρυστ. Κονίστρ. Πλατανιστ. κ. ἀ.) Ἤπ. (Ἀρτ.)-Λεξ. ΠΓενναδ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀβγόσυκο , φούσκα. Πβ. ἄνεμο 1. (γ) Μέγα καὶ ἄγευστον ὠριμάζον κατὰ Ἰούνιον Ἀθῆν. Συνών. ἁγιˬαποστολιˬάτικο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA