ἀνεμοτσάμπουρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοτσάμπουρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνεμοτσάμπουρο τό, ἀνεμοτσάbουρο Κρήτ. Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ πιθανῶς τσάμπουρο.
Σημασιολογία
1) Ἰσχυρὰ καὶ ὁρμητικὴ θύελλα συνήθως μετὰ βροχῆς ἢ χαλάζης ἔνθ᾽ ἀν. : Κατέβασε ἀνεμοτσάbουρο Κύθηρ. β) Μεταφ. ὁ διάβολος (διὰ τὴν σημ. ἰδ. ἄνεμος 1 β) Κρητ: Νὰ πάς ’ς τ’ ἀνεμοτσάbουρο! 2) Σύγχυσις, ταραχὴ Κρήτ.: ᾿Εκακαρίζανε οἱ --ὄρθες καὶ μιˬὰ στιγμὴ χυνέται ἕνας φαλούκωνας καὶ τῶνε κάνει ἕνα ἀνεμοτσάbουρο καὶ ἁποὺ φύγῃ φύγῃ (φαλούκωνας=εἶδος ἱέρακος) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA