ἀνεμουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμουρίζω Κάρπ. Κρήτ. Χίος ᾿νεμουρίζω Κάρπ. Κῶς Ροδ. Μεσ. ἀνεμουρίζομαι Λεξ. Πρω. ἀνεμουρίτζομαι Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ἀναμουρίζομαι Κάρπ. ᾿νεμουρίζομαι Κάσ. Τῆλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνεμούρα (ΙΙ).
Σημασιολογία
1) Σκορπίζω, ἐξαφανίζω τι Ροδ.: Μοῦ ἔνεμούρισε τὰ πράματά μου. 2) Ἀποπέμπω, ἀποδιώκω τινὰ μέ κακὸν τρόπον, κάμνω τινὰ νὰ ἐξαφανισθῇ ἀπεμπρός μου ἔνθ᾽ ἀν.: ᾿Ανεμούρισέ τσοι νὰ φύγουνε, γιˬατὶ ἐπονέσανε μὲ τσοὶ φωνές τως τη gεφαλή μου Α.Κρήτ. Θά φύω ν᾿ ἀνέμουριστῶ Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ᾿Νεμουρίστη (ἔφυγε τάχιστα) Κῶς Ρόδ. Τῆλ. ᾽Νεμουρίστη (ξεκκουμπίσου!) Ροδ. Νὰ ᾿νεμουριστῇς νἀ φύῃς ἀπουδῶ κ᾿ ᾽ὲν θέλω νὰ σὲ θωροῦν τὰ μάτιˬα μου! Τῆλ. Ποῦ’ς τὸν ἄνεμο πῆε, ἐνεμουρι’στηκε! Κάσ. Ἀνεμουρίσου νὰ φύγῃς. ἀποπά. Κρήτ. Φρ. Νὰ σὲ πάρου οἱ δώδεκα ἀνέμοι καὶ νὰ σ’ ἀνεμουρισου ἢ νὰ σὲ σηκώσου καὶ νὰ σ’ ἀνεμουρισου! (ἀρὰ) Καρπ. Νά πλαντάσ-σῃ καὶ ᾿νεμουρίζεται ᾽ς τοῦ διˬαόλου τὴν μάνναν! (ἀρὰ) Κῶς ǁ ᾎσμ. Παρασκευγὴ τὸ γιˬαλαλοῦ. Σαάτο τὸ φωνιˬάτζου καὶ Κυριˬακὴ τὸ νυχατὸ ἡ κόρη ’νεμουρίστη (γιˬαλαλοῦ = διαλαλοῦν, νυχατό = λίαν πρωὶ) Κάρπ. 3) Μεσ. καταστρέφομαι, ἀποθνήσκω Καρπ ᾎσμ. Μάννα ’χω ’γὼ κιˬ ἀπέθανε καὶ κύρι κ᾿ ἐκρεμάσθη κ᾽ εἶχ’ ἀδελφό γιˬανίτσαρο, ᾿ς τὰ ξένα ᾽νεμουρίσθη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA