ἀνεμούρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμούρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεμούρισμα τό, Κρήτ. (Σητ.) ᾿νεμούρισμα Κῶς

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνεμουρίζω.

Σημασιολογία

1) Βιαία ἀποπομπή, ἀποδίωξις Κρήτ. (Σητ.): Ἤκαμά dως ἕν᾽ ἀνεμούρισμα ὁποὺ δὲ πιστεύγω νά ξαναρθοῦνε. ᾿Απ’ ἀνεμουρίσματα αὐτοὶ δὲ bιˬάνουνε εὔκολα, ἃ δὲ βαστᾷς καὶ τὴ βέργα μαζί σου. Συνών. ἀνεμουρισματιˬά. 2) Ὄλεθρος, καταστροφὴ Κῶς: ᾿Αμε ᾽ς τό ᾿νεμούρισμα! (ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/