ἀνεμοφάντης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοφάντης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνεμοφάντης ὁ, Ἰκαρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναφάντης, εἰς τὸ ὁποῖον ἀντὶ τῆς προθ. ἀνὰ ὑπεισῆλθεν τὸ οὐσ. ἄνεμος.
Σημασιολογία
Ὀπὴ εἰς τὴν στέγην τῆς οἰκίας διὰ τῆς ὁποίας εἰσέρχεται τὸ φῶς: Τὸ χειμῶνα κλείουν τὰ παράθυρα κιˬ ἀφίνουν τὸν ἀνεμοφάντη νὰ μπαίνῃ τὸ φῶς. Συνών. ἀναφάντης 1, ἀναφορέˬας 2, ἀναφωτή, φεγγίτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA