ἀνεμόχορτον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμόχορτον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνεμόχορτον τό, Κῶς ἀνεμόχορτο Ἀθῆν. Αἴγιν Νάξ. (᾿Εγκαρ.) Παρ Ρόδ κ. ἀ.-Λεξ. Αἰν. Βυζ. Βλαστ. ἀνιμόχουρτου Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) ἀνιμουχόρτ’ Μακεδ. ἀνεμόχορτος Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ χόρτο. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογραφ. 9 (1926) 445.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἀνεμογλέντι, ὃ ἰδ. Συνων. ἀγριοβασιλικός 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA