ἀνεμπαίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμπαίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμπαίζω Θρᾴκ. Κάρπ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων) κ. ἀ. ἀνεbαίζω Θρᾴκ. (Στέρν.) ἀναμπαίζω Ζάκ. Ἤπ. Κυπρ. Μεγιστ. Πελοπν. (Γελίν. Γέρμ. Καλαβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Μάν. Μεσσ Πάτρ.) κ. ἀ.­Λεξ. Βλαστ. ΑΚαρκαβίτσ. ᾿Αρχαιολόγ. 36 ἀναbαίζω Βιθυν. ἀναμπαίζου Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀρχ. ἐμπαίζω.

Σημασιολογία

Ἐμπαίζω, σκώπτω τινὰ ἔνθ᾽ ἀν. : Γιˬατί μ' ἀναμπαίζεις; Μεσσ. Δὲν ἠξεύρει νὰ κουβεντιˬάσῃ καὶ τὸν ἀναμπαίζουνε Μαν. Δὲν εἶχαν ἄλλο σκοπὸ παρὰ νὰ ἀναμπαίζουν τό ξεπεσμό τους ΑΚαρκαβιτσ ἔνθ’ ἀν. ǁ Φρ. ᾿Αναμπαίζει καὶ μὲ τὸν κόλο του (ἐμπαίζει ὅλους καὶ τὸν ἑαυτόν του) Μάν. Παροιμ φρ. Ὁ μυξῆς ἀναμπαίζει τό σαλιˬάρι (ἐπὶ καταγελάστου σκώπτοντος ἄλλους) Ζάκ. ǁ Παροιμ. Κάθετ’ ἡ πομπὴ ’ς τὴ στράτα κιˬ ἀναμπαίζει τοὺς διˬαβάτες (ἐπὶ ἀνθρώπου πολλὰ ἐλαττώματα ἔχοντος καὶ ἄλλους σκώπτοντας) Κορινθ. κ.ἀ. ǁ Γνωμ. Τίποτε μὴν ἀναμπαίξῃς, μόνο τὸ γέρω ἄνάμπαιξέ τον, γιˬατὶ σὰ γεράσῃς θὰ σ᾽ ἀναμπαίξουν Πατρ. Συνών. ἀναγελῶ 1, ἀναγορεύω 3β, κοροιˬδεύω, περιγελῶ, περιπαίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/