ἀνεμπαιξιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμπαιξιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνεμπαιξιˬάρις ὁ, ἀναμπαιξιˬάρις Πελοπν. (Μαν)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀνεμπαιξιˬά < ἀνεμπαίζω.

Σημασιολογία

Ἄνθρωπος συνηθίζων νὰ ἐμπαίζῃ, νὰ περιγελᾷ, σκώπτης: Ὁ δεῖνα εἶναι ἀναμπαιξιˬάρις κιˬ ὅπο͜ιονε ἰδῇ τὸν ἀναμπαίζει. Εἶναι ἓνας ἀναμπαιξιˬάρις ποῦ ἀναμπαίζει καὶ μὲ τὰ μοῦτρα του. Συνών. ἀναγελαστὴς 1, ἀναγελαστούρης, ἀναγέλαστρος (ἰδ. ἀναγέλαστρον 2), *ἀνεμπαίχτης, γελασιˬάρις, κοροιˬδευτής, κοροιδιˬάρις, περιγελαστής, περιγελαστούρης, περιπαίχτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/