ἀνέμπληστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέμπληστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνέμπληστος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων. Μαν) ἀνέμπλιγος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Ὄρ.)­Λεξ. Δημητρ. ἀνόμπληστος Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνέμπληστος. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 148.

Σημασιολογία

Ἄπληστος ἔνθ’ ἀν. : Εἶναι ἀνέμπληστο παιδί, δὲ χορταίνει μέ τίποτα. Συνών. ἀχόρταστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/