ἀνεντρανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεντρανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεντρανίζω Ζάκ. Κάσ. Νίσυρ. Τῆλ. ἀνεdαρανίζω Ἄνδρ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνεδρανίζω Κάρπ. Τῆλ. ἀνεdραλίζω Θήρ. Χίος ἀναντρανίζω Αἴγιν. Μῆλ. Ροδ.­Λεξ. Περιδ. ἀναιdρανίζω Κρήτ. Κύθηρ. ἀνααdρανίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. ἀναδρανίζω ᾿Αμοργ. Νίσυρ. ἀναιdραλίζω Θήρ. ᾿νεντρανίζω Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κῶς ᾽νεdρανίζω Καλυμν Κρήτ. ᾿νεντραρίζω Νίσυρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀνεντρανίζω. Πβ. καὶ Κορ. Ἄτ:. 1,112. Καὶ ὁ τύπ. ἀναντρανίζω μεσν. Πβ. ’Ιμπέρ. καὶ Μαργαρ. στ. 816 (ἕκδ. Ε.Legrand Biblioth. 1,312) «ἕνας ἀπὸ τοὺς ναῦτες του αὐτὸν ἀναντρανίζει». Καὶ ὁ τύπ. ἀνεδρανίζω παλαιὸς ὡς μαρτυρεῖ τὸ μεσν ἀνενδρανίζω. Πβ. Καλλίμαχ. καὶ Χρυσορρ στ. 817 (ἔκδ. SLambros σ. 35) «ἂν μόνον ἀνενδράνισες, τὸ πρόσωπον ἂν εἶδες».

Σημασιολογία

1) Σηκώνω ἐπάνω, ἀνυψώνω, μετ᾽ ἀντικ. τοῦ οὐσ. μάτιˬα ἢ κεφάλι εἴτε καὶ ἄνευ αὐτῶν, ἀλλ᾿ ἐννοουμένων ἔνθ᾽ ἀν.: ‘Aναdρανίζω τὰ μάθιˬα Κρήτ. ᾿Αποὺ τὴν ἐdροπή σου δὲν ἀναdρανίζει μάθιˬα νὰ δῇ ἄνθρωπο αὐτόθ. Εἶναι φρόνιμη κωπέλλα ποῦ μάθιˬα δὲν ἀναdρανίζει νὰ δῇ κἀνένα αὐτόθ. ’Ανεdράνισε τὸ κεφάλι σου μιˬὰ ᾿ολεˬά, μόνο ὅλη μέρα κάθεσαι σκυφτὸς ( μιˬὰ ᾽ολεˬά: μιὰ γουλεˬά, ὀλίγον τι) αὐτόθ. Δὲν ἀνεdρανίζει καθόλου ἀπὸ τὸ gαηˬμό τζη αὐτόθ. Μήε ’νειdρανίζει τα τά μάτζα της Κάλυμν. ᾿Ανεντράρισε νὰ δῇ Νίσυρ. ǁ Φρ. Δὲν ἀναdρανίζει ἀπὸ τὴ δουλε͜ιὰ (ἐργάζεται ἀδιακόπως) Κρήτ. Ἐνεdράνισε μιˬὰ ᾽ολεˬά ἀπῆρε θάρος) αὐτόθ. Ἀναdράνισε ὁ ἀρρωστάρις (συνῆλθεν ὀλίγον ἐκ τῆς νόσου, ἐκαλυτέρευσε) αὐτόθ. ǁ Ἄσμ. Τὰ μάθιˬα σου τὰ ἐρωτικὰ δῇ τ' ἀνειdρανίζῃς, δάκρυˬα κιˬ ἀναστεναγμοὺς τὰ στήθη μου γεμίζεις Κρήτ. Σαράντα σίκλιˬα ἀνέσυρε χωρὶς ν’ ἀνεντρανίσῃ καὶ ’ς τὰ σαράντα τέσσερα τὴν βλέπω καὶ δακρύζει Κάσ. ’Σ τσῆ μαυρομμάτας τό στενὸ λέει μ’ ν᾿ ἀνειdρανίσω, ἀνεdρανίζω καὶ θωρῶ μιὰν καστανομαλλοῦσα ᾿Απύρανθ. Σαράντα σίκλους ἔσυρεν ὥστε ν᾿ ἀνεδρανίσῃ κιˬ ἀπῆ τις ἀνεδράνισε ᾿ς τὰ δάκρυα λουσμένη Κάρπ. ᾿Ηγύρισα νὰ τόνε δῶ τὸν ἀγαπῶ ᾿ς τὰ μάθιˬα κ' ἐκεῖνος τ᾽ ἀνεdράλισε καὶ μ᾿ ἔκαμε κομμάθιˬα Θήρ. Ἀπής κιˬ ἂν ἦβγες κ’ ἤφυες ’πὸ τοῦ γιˬαλοῦ τὴν ἄκριˬαν, δὲν ἐνεντράρισα νὰ δῶ τὸν ἥλιˬον δίχως δάκρυˬα Νίσυρ.Σαράντα σίκλες ᾿νέσυρε καὶ δὲν ἀνεdραλίζει καὶ ’ς τοὶς σαράντα τέσσερες τὰ μάτιˬα της σκουπίζει Χίος. β) Διευθύνω πρός τι σημεῖον, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν Κρήτ.: ᾊσμ. Τὰ μάθιˬα μ᾽ ἀναdράνισα κάτω ᾽ς τσ᾿ ἀνύδρους κάδους. 2) Προσβλέπω τινά βλέπω Θήρ. Κάλυμν. Τῆλ. κ. ἀ.­Λεξ. Περίδ.: ᾎσμ. Ὤχου, τά μάτιˬα σου τὰ δυˬὸ ὅταν θ᾿ ἀνεντρανίσου, θαρῶ καὶ μοῦ χαρίζουνε τ' ἄνθη τοῦ παραδείσου Τῆλ. Περιˬωρισμένο μ᾽ ἔχουσι νὰ μὴ σ᾿ ἀνεντρανίσω μηὲ ᾽ς τὰ μάτιˬα νὰ σὲ δῶ μηἑ νὰ σοῦ μιλήσω Κάσ. Διορισμό μοῦ βάλανε νὰ μὴ σ᾿ ἀναdραλίζω Θήρ. Συνών. κοιτάζω. Πβ. ἀνατρανίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/