ἀνεξέταστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεξέταστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνεξέταστα ἐπίρρ. λογ πολλαχ. ἀνεξέταχτα Ἄνδρ. ἀξέταστα Θρᾴκ. (Αἶν. Μυριόφ. Σαρεκκλ.)ΚΠαλαμ Δωδεκάλ. Γύφτ.2 75 ἀξέταχτα Ευβ. (Κονίστρ.) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν.) Κύθηρ. Μακεδ. Πελοπν. (Κορινθ) Σαμ.Λεξ. Γαζ. (λ. ἀκριτὶ) ᾽ξέταχτα Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνεξέταστος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Χωρὶς ἐξέτασιν, χωρὶς ἔρευναν ἔνθ’ ἀν. : Τὴν ἔπηρε ἀξέταχτα (τὴν ἔλαβε σύζυγον χωρὶς νὰ ἐξετάσῃ τὰ κατ᾽ αὐτὴν) Κονίστρ. Δέχονται ἀνεξέταστα ὅπο͜ια καὶ νά ’ναι ξενοφερμένη ἰδέα ΙΔραγούμ. Ὅσοι ζωντ.2 25 ǁ Ποιημ. Τὴ φωτιˬά μου ἀνάφτω ἀξέταστα μέσα σὲ ὅπο͜ιο ρεπεθέμελο ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Χωρὶς ὑπολογισμόν, χωρὶς φειδὼ Κύθηρ. Πελοπν. (Κορινθ) κ. ἀ.: Πόσο τρώει τ’ ἄλογο;Ἔχω, τρώει ἀξέταχτα Κύθηρ. Ὁ δεῖνα εἶναι καλός, ὅ,τι τοῦ ζητήσουν δίνει ἀξέταχτα Κορινθ. 3) ᾿Απερισκέπτως Μακεδ.: ᾿Αξέταχτα δί’. Συνών. *ἀνέξαγα. 4) Ἀμερίμνως Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) : Ἀξέταστα περπατεῖ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA