ἀνεξέταστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεξέταστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνεξέταστος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀξέταστος Ἤπ.­Λεξ.Δημητρ. ἀξέταστους Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν.) ἀξέταχτος Κρήτ. κ. ἀ. ­Λεξ. Γαζ. (λ. ἀνεξέταστος) Αἰν. Δημητρ. ἀξέταχτους Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Μακεδ. ἀξέταγος Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνεξέταστος. Τὸ ἀξέταστος διὰ τὸ ξετάζω παρὰ τὸ ἐξετάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ὑποβληθεὶς εἰς ἐξέτασιν, ὁ μὴ ἐξετασθείς, ἰδίᾳ ἐν τῇ σχολικῇ γλώσσῃ λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Ἔμειναν κἄμποσοι μαθηταὶ ἀνεξέταστοι κοιν. Τὸ παιδὶν ἀκόμαν ἀξέταγον ἔν᾽ Χαλδ. 2) Ὁ μὴ ὑπολογιζόμενος, ἀφθονος Θρᾴκ. (Αἶν.): Τοὺ ψουμὶ ᾿ς τοὺ σπίτ’ μας εἶν᾽ ἀξέταστου. ǁ ᾎσμ. Φαρμάκι ποῦ μὶ πότισις δὲν ἦταν μὶ τοὺ δράμι, ἦταν πουλὺ κιˬ ἀξέταστου, θέ’σις νὰ μ᾿ ἀπουθάνῃ. Συνών. ἄμετρος, *ἀνέξαγος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/