ἀνεξόριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεξόριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεξόριστος ἐπίθ. ἀξόριγος Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἐξοριστός < ἐξορίξω, παρ' ὃ καὶ *ξοριστός < ξορίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐξορισθείς: Τ᾽ ἄλτς ἐξώρτσαν κ᾿ ἐκεῖνον ἐφῆκαν ἀτον ἀξόριγον (τοὺς ἄλλους ἐξώρισαν κτλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA