ἀνέρασμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέρασμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνέρασμαν τό, ᾿νέρσμαν Πόντ. (Τραπ.) ᾽νέραγμαν Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀνεράσκομαι.
Σημασιολογία
*Ἀνερασία, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : Φρ. ᾿Νέργμαν καὶ νερσίαν τ᾿ ἐγένουσ’νε! (ποῦ ἔγινες !)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA