ἀνέργιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέργιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνέργιˬος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ. κ. ἀ.) ἀνέριγος Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀνέριος Πόντ. (Σάντ.) Οὐδ. ἀνέριν Πόντ. (Κερασ.) ἀνέρ᾽ Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄνεργος. Διὰ τὴν ἐπέκτασιν τῆς καταλ. πβ. ζουφὸς < ζούφιˬος, κοῦφος - κούφιˬος κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 30 (1919) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 10.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν μετεχειρίσθη τις ἀκόμη, καινουργὴς ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ανέρ᾿ κοκίν’- παννίν κττ. Χαλδ. Ἀνέργιˬα λώματα Τραπ. Λῶμαν ἀνέριγον Κοτύωρ. || Παροιμ. Ἀνέργιˬον κοκιίν, ποῦ κρεμάνω σε; (ἐπὶ τοῦ περιποιουμένου νέον πρᾶγμα ἢ πρόσωπον, διὰ τὸ ὁποῖον ἀργότερον θὰ ἀδιαφορήσῃ) Κρώμν. Συνων. ἄβαλτος 2, ἀβάλωτος 2, ἄγγιχτος 2, ἀγκαίνιˬαστος 2, ἀλάτρευτος 2, ἀμεταχείριστος, ἄπαννος, ἄπιˬαστος, ἀφόρετος, καινούργιˬος. Πβ. καὶ ἀβάσταχτος 2. 2) Νέος, ἄπειρος Πόντ.: ᾎσμ. Ὁ Κωσταντῖνον ὁ μωρόν, ὁ μωρο-Κωσταντῖνον, μωρὸς ἐσέβεν ᾿ς τὴν φιλὴν κιˬ ἀνέργιˬος ’ς τὴν ἐγάπην (φιλή = ἔρως). 3) Ξηρός, σκληρός, ἐπὶ γῆς Πόντ. (Χαλδ.): ᾿Ανέρ᾽ χῶμαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/