ἄνερος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνερος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄνερος ἐπίθ. Τῆλ. - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ νερό.

Σημασιολογία

1) Ὁ στερούμενος ὕδατος, ὁ μὴ ἔχων ὕδωρ Λεξ. Δημητρ.: Ἄνερο νησί. Συνων ἄνυδρος. 2) Ὁ μὴ ποτιζόμενος δι’ ὕδατος Τῆλ. : ᾎσμ. Τὸ κυπαρίσσι τ᾽ ἄνερο νερὸν ἐπότισά το, τὸ χαδεμένο σου κορμὶ ἐπαραγάπησά το.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/