ἀνέχομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέχομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνέχομαι λόγ. κοιν. ἀνέγου Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀνέχομαι.
Σημασιολογία
Ὑπομένω, ὑποφέρω τι χωρὶς νὰ διαμαρτύρωμαι ἔνθ ἀν.: Τὸν ἀνέχεται. Τὴν ἀνέχεται τὴν ἀτιμία τῆς κόρης της. ᾿Ανέχεται τὰ ἐλαττώματα τοῦ παιδιˬοῦ του λόγ. κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA