ἀνεχτίμωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεχτίμωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεχτίμωτος ἐπίθ. ἀχτίμωτος Αἴγιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἐχτιμωτός < ἐχτιμώνω.

Σημασιολογία

Ὁ ἀνυπολογίστου ἀξίας: ᾎσμ. Μαργαριτάρι ἀχτίμωτο κρέμεται ᾿ς τὸ λαιμό σου, παλληκαράκι λεύτερο κοιμᾶται ᾿ς τὸ πλευρό σου. Θωρῶ τη μιˬὰ ψηλή, λιγνή, ὄμορφα στολισμένη, τσ᾿ ἐβάσταε ’ς τὰ χέριˬα της στσουνία μαργαριτάρι, εἶχε τσαὶ ’ς τὸ τσεφάλι της ἀχτίμωτο λογάρι. Συνών. ἀνεκτίμητος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/