ἀνήλιˬακος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνήλιˬακος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνήλιˬακος ἐπίθ. ᾿Αθῆν. ᾿Ηπ. ἀνηλιˬακός Ἤπ. ΄νηλιˬακὸς Θεσσ.(Καλαμπάκ.) ἀνηλιˬακό τό, ΧΧρηστοβασ. Ξενιτ. 26
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ἡλιˬακός.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων ἥλιον, ἀνήλιος ἔνθ’ ἀν. : Σπίτι ἀνήλιˬακο ᾿Αθῆν. Συνών. ἀνήλιˬαστος Α1, ἀνήλιˬος Ι, ἀντίθ. προσήλιˬος. 2) Τὸ οὐδ. οὐσ., ἀποθήκη, τροφίμων ΧΧρηστοβας. ἔνθ᾽ ἀν.: Πάντα τ᾽ ἀνηλιˬακὸ τῆς γρα͜ιᾶς ἦταν γεμᾶτο. Συνών. κελλάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA