ἀνήλιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνήλιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνήλιˬαστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀνήλστος Πόντ. (Τραπ.) νήαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀνήλιˬαγος σύνηθ. ἀνήλιˬαγους βόρ. ἰδιωμ. ἄλιˬαστος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ. ἀ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾿΄Ηπ. Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) κ. ἀ. ἄλιˬαστους Εὔβ. (Στρόπον.) κ. ἀ. ἀνάλιαστος Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀνηλίαστος. Τὸ ἄλιˬαστος ἐκ τοῦ ρ. λιˬάζομαι παρὰ τὸ παλαιότερον ἡλιˬάζομαι. Τὸ ἀνάλιˬαστος ἐκ τοῦ ἄλιˬαστος καθὼς καὶ ἄβαθος - ἀνάβαθος, ἄβλαβος - ἀνάβλαβος κττ., περί ὧν ἰδ. στερητ. ἀ-
Σημασιολογία
Α) ’Επιθετικ. 1) Ὁ μὴ φωτιζόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου σύνηθ.: Τόπος ἀνήλιˬαστος. Σπίτι ἀνήλιˬαστο πολλαχ. Ἀνήλια’ πλαιˬά Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χάσκει μέσα ’ς τὸ βράχο ἕνα βαθε͜ιὸ ἀνήλιˬαστο, σκοτεινιˬασμένο, κατασκότεινο σπήλαιο ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 6 Τὰ ἀνήλιˬαστα βάθη τῆς γῆς ΑΚαρκαβίτσ. Λόγια πλώρ.2 179 Καλύβι ἀνήλιˬαγο ΑΚαρκαβίτσ. ᾿Αρχαιολόγ. 8. Ποίημ. Ὅλα τοῦ ἥλιˬου τὰ ὄνειρα, σᾶς ὠνειρεύτηκα, ὅμως ὅπου ξυπνήσω, ἀνήλιˬαγος πάντα ’ς τὴ νύχτα ὁ δρόμος ΚΠαλαμ. Ἀσαλ ζωὴ2 117. β) Ὁ μὴ ἐκτεθειμένος ἢ ὁ μὴ ἐκτεθεὶς εἰς τὸν ἥλιον, εἰς τὴν ἐπήρειαν τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἀνήλιˬαστο ἢ ἀνήλιˬαγο καλαμπόκι - σ᾽τάρι κττ. Κουκούλλιˬα - μπαμπάκιˬα ἀνήλιˬαστα ἢ ἀνήλιˬαγα. Σταφύλιˬα ἀνήλιˬαστα ἢ ἀνήλιˬαγα (τὰ μετὰ τὸν τρυγητὸν εἰσαγόμενα κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸν ληνὸν) σύνηθ. Ροῦχα ἄλιˬαστα Σαρεκκλ. Ἄλιˬαστο σεdόνι Κρήτ. Ἄλιˬαστα βελανίδιˬα - χαρούπιˬα αὐτόθ. Ἀλιˬαστες σταφίδες αὐτόθ. Ἄλιˬαστου καλαμπό’ Στρόπον. ’Ανήλιˬαγα φασούλιˬα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿Ανήλιˬαγο φίδι (εἶδος ἰοβόλου ὄφεως οὐδέποτε ἡλιαζομένου) Πελοπν. (Κορινθ.) Ἀνήλιˬαγο κερὶ (τὸ μὴ ἐκτεθὲν εἰς τὸν ἥλιον πρὸς λεύκασιν, τὸ κίτρινον) Λεξ. Δημητρ. ᾿Ανήλιˬαστου νιρὸ (τὸ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου ἀντλούμενον καὶ χρησιμοποιούμενον ὑπὸ τῶν γυναικῶν πρὸς λοῦσιν κατὰ τὴν 24 Ἰουνίου) Λέσβ. ’Ανήλιˬα’ ἤρθαμι (πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου) Αἰτωλ. || Φρ. ᾿Ανήλιˬαστος ἄνθρωπος (ὁ διαρκῶς μένων ἐν τῇ οἰκίᾳ του) Πελοπν. (’Αρκαδ.) "Ο βασιλεˬᾶς ὀ ἀνήλιˬαγος (ὁ Χάρως) Λεξ. Δημητρ. Δῶσ’ του τὸ μαχαίρι νὰ κόψῃ τ᾿ ἀνήλιˬαστα καβούριˬα (ἐπὶ δειλοῦ. ἀνήλιˬαστα καβούριˬα : εἶδος καρκίνων ὑποκιτρίνων καὶ ἡμιθανῶν) Πελοπν.(Λακων.) Τὸ θηλ. ᾿Ανήλιˬαστη ὄν. γυναικὸς Μεγίστ. Ἀνήλιˬαστο Νερὸ τοπων. Πελοπν. (Μάν.) γ) Ὁ ἔχων ἀβρὰν τὴν ἐπιδερμίδα ὡς μὴ ἐκτιθέμενος εἰς τὸν ἥλιον, ὁ ἐσκιατραφημένος (Ἑβδομαδ. Τύπ. 8 Ἰουλίου 1984) - Λεξ. Δημητρ. : Κοίταζα τοὶς δυˬὸ Τουρκοποῦλλες, ἤτανε τρυφερὲς κι ἀνήλιˬαστες, ἤτανε τριˬανταφυλλεˬὲς (᾿Εβδομαδ. Τύπ. ἔνθ’ ἀν.) Μιˬὰ μικρούλλα ἀνήλιˬαγη Λεξ. Δημητρ. Καὶ ἄνευ οὐσ. ἡ ἀνήλιˬαστη ἢ ἀνήλιˬαγη ἐν παραμυθ. ἡ βασιλοπούλλα τὴν ὁποίαν ὁ ἥλιος δὲν εἶδε ποτὲ πολλαχ. 2) Χλωμὸς Κπαρορ. Στὸ ἄλμπουρ 46: Ὅ,τι εἶχε βγῇ ἀπὸ τὴ φυλακὴ ὕστερις ἀπὸ δεκαοχτὼ χρόνιˬα... ὀμορφάνθρωπος, μά λιγνός, στεγνωμένος, ἀνήλιˬαγος. Β) Οὐσ 1) Αρσ καὶ οὐδ., εἶδος ὄφεως δηλητηριώδους ζῶντος ὑπὸ τὴν γῆν (πιστεύεται ὅτι ὁ δηχθεὶς ὑπ᾿ αὐτοῦ θεραπεύεται μόνον ἂν παραμείνῃ εἰς μέρος ἀνήλιον) Πελοπν. (Κορινθ. Μεσς. Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τὸνε δάγκασε ἕνας ἀνήλιˬαστος Τριφυλ. 2) ᾿Αγριόν τι χόρτον ἐδώδιμον Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) Πβ. ἀνήλιˬακος, ἀνήλιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA