ἀνηλίκωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνηλίκωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνηλίκωμα τό, ἀναλίκουμα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀνηλικώνω.
Σημασιολογία
1) Ἀνατροφή: Ἔ’ βάσανα πουλλὰ τ᾿ ἀναλίκουμα αὐτ’νοῦ τ᾽ πιδιˬοῦ. Συνών. ἀνάθρεμμα 2, ἀναθρεμός, ἀναθροφὴ. 2) Ἐνηλικίωσις : Μὶ τ᾽ ἀναλίκουμα τοῦν πιδιˬῶν τ᾿ς θ᾽ ἀνασάν’νι κιˬ αὐτεῖ’ οἱ καηˬμε’’ ! Μὶ τοὺ ἀναλίκουμα τοὺ πάντριψις κιˬόλα τοὺ κουρίτνσι σ᾿.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA