ἀνηλικώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνηλικώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνηλικώνω, ἀναλικώνω ᾽Ἠπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. - ΚΚρυστάλλ. ᾿Ἔργα 2,54 - Λεξ. Μπριγκ ἀνα’κώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ ἡλικία.

Σημασιολογία

1) Μετβ. ᾶνατρέφω τινὰ ἕως οὗ φθάσῃ εἰς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν ἔνθ’ ἀν. : ᾿Ιγὼ ἔχου σκουπὸ ν᾿ ἀνα’κὠσου τά πιδιˬά μ᾽ κι᾿ νὰ φύγον ἀπουδῶ Αἰτωλ. Ἀνα᾽κώθ᾿κι τώρᾳ κὶ τοὺ κουρ’τσάκι σ᾽ κι᾿ κά’ δ᾽λε͜ιές αὐτόθ. Πιδὶ ἀνα’κουμένου αὐτόθ. || Ποίημ. Τὸ ξέρει ὁ τσέλιγκας καλὰ πῶς εἶμαι σπιτιˬακός του τὶ ἐγὼ τοὺς ἀναλίκωσα κιˬ αὐτὸν καὶ τὸν Γεˬωργούλλα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀναστένω 6. Καὶ ἀμτβ. φθάνω εἰς ἡλικίαν, γίνομαι ἐνήλικος Κρήτ. Σ Τὸ κωπέλλι ἀναλικώνει ἀπὸ λίγο σὲ λίγο. Συνών. μεγαλώνω. 2) Μεταφ. πτωχὸς ὢν ἀποκτῶ περιουσίαν, προάγομαι οἰκονομικῶς Κρήτ. : Ὁ δεῖνα ἀναλίκωσε. Συνών. ἀναλαβαίνω 3, ἀναπλῳρίζω Β1, ἀναπιιˬάνω, πιˬάνομαι (ἰδ. πιˬάνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/