ἀνήμερα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνήμερα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνήμερα ἐπίρρ. ἰνήμερα Μακεδ. (Κοζ.) ἀνήμερα κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἀνήμιρα βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἐν καὶ τοῦ οὐσ. ἡμέρα. Κατὰ τὸν ΚἌμαντ. ἐν Χιακ. Χρον. 2 (1914) 105 «πιθανῶς ἐκ τοῦ ἄλλη ἡμέρα».
Σημασιολογία
1) Τὴν αὐτὴν ἡμέραν, αὐθημερόν, συνήθως ἑορτῆς τινος κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.): Πήγαμε κ᾽ ἤρθαμε ἀνήμερα. ᾿Ανήμερα τοῦ Χριστοῦ - τ᾿ ἅι Γεˬωργιˬοῦ - τῶν Φώτων κττ. Ἀνήμερα τοῦ γάμου κοιν. Ἀνήμερα Χριστούγεννα - Λαμπρή κττ. Πελοπν.(Τριφυλ.) 2) Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, συνήθως ἑορτῆς τινος Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος κ. ἀ.: ᾿Ανήμερα τῆς Λαμπρᾶς Χίος || Παροιμ φρ. Ἀνήμερα τοῦ παναϋρκοῦ χωρκάτης ἀλ-λαμένος (ἐπὶ τοῦ ἀκαίρως καλλωπιζομένου). 3) Τὴν προηγουμένην ἡμέραν, τὴν παραμονὴν, συνήθως ἑορτῆς τινος Ἤπ. Κεφαλλ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾿Ανήμερα τοῦ Χριστοῦ χιˬόνιζε Ἤπ. Ἀνήμιρα τ᾿ Φουτῶν ἔχουμι τ᾽ Σταυροῦ Αἰτωλ. Πβ. ἀντήμερα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA