ἀνήμερος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνήμερος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνήμερος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀνήμιρους βόρ. ἰδιώμ. ἀνήμερε Τσακων. Οὐδ. ἀημέρι Κρητ. (Κατσιδ. Σητ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνήμερος. Περὶ τοῦ οὐδ. ἀημέρι ἰδ. ἈνθΠαπαδὀπ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 37 (1925) 167 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἄγριος, ἀτίθασος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): Βόιδι - ζῷο - μουλάρι ἀνήμερο. Παιδὶ ἀνήμερο. || Φρ. Θηρίο ἣ θεριˬὸ ἀνήμερο (ἐπὶ ἀνθρώπου σκληροῦ καὶ ἄσπλαχνου) κοιν. Συνών. ἀμέρευτος 1, ἀμέρωτος 1, ἀντίθ. ἥμερος. β) Τὸ οὐδ. ἀημέρι, τὸ μήπω ἐξοικειωμένον πρός τι, ἀσυνήθιστον, ἐπὶ ἀροτῆρος βοὸς Κρήτ. (Κατσιδ. Σητ.): ᾿Αημέρι ᾽ναι ἀκόμη τὸ βούι καὶ δὲ gαλοπάει ᾽ς τ᾿ ἀλέτρι. Πβ. ἀγύμνι. 2) Σφοδρὸς ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 10: Ἄξαφνα δριμὸ σιφουνικὸ σηκώνεται ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ βουνὸ καἰ χύνεται ἀνήμερο καἱ φοβερὸ μέσα ’ς τὸν κάμπο ΚΠασαγιάνν. ἔνθ' ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/