ἀνθάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθάκι τό, κοιν. ἀθάκι πολλαχ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄνθος.
Σημασιολογία
Μικρὸν ἄνθος, ἀνθύλλιον κοιν.: Τ’ ἀνθάκιˬα τοῦ βουνοῦ - τοῦ κάμπου κοιν. – Ποίημ. Ἀπό τοῦ κήπου τὴ βραγιˬὰ ποῦ ἐγὼ μονάχα ξέρω, τ᾽ ἀνθάκιˬα τὰ ὁλομύριστα κατάλευκα θὰ φέρω ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ2 109. Συνών. ἀνθίτσι, ἀνθουλλάκι, ἀνθούλλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA