ἀνθίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνθίζω ἀμάρτ. ἀθίζω Πόντ. (Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) Μέσ. ἀθίσκουμαι Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀνθίζω.

Σημασιολογία

Καθαίρω, λευκαίνω ἔνθ’ ἀν. : Ἔπλυνα κ᾽ ἔθισα τὰ έ (ἔπλυνα καὶ ἐλεύκανα τὰ ἐνδύματα) Ὄφ. Ἀθίσκουνταν τὰ λώματα (λευκαίνονται τὰ φορέματα. Πβ. συνών. φρ. τὰ ροῦχα ἔγιναν σὰν τὰ κρίνα) Ὄφ. || Φρ. Ἄς πλύσκουμες κιˬ ἀθίσκουμες (ἄς καλλωπισθῶμεν) Πόντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/