ἄνθισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνθισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄνθισμα τό, σύνηθ. ἄνθισμαν Πόντ. (Κερασ.) ἄθθισμα Κάρπ. ἄθισμα Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἄνθισμα = ἔνδυμα ποικιλόχρουν.

Σημασιολογία

Ἡ ἄνθησις ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι ἀπάνω ᾿ς τὸ ἄνθισμά τους τὰ δέντρα σύνηθ. || Ποίημ. Τὰ χιˬόνιˬα εἶναι ᾿ς τόν Πάρνηθα σὰν ἄνθισμα κιˬ αὐτὰ ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωή2 93.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/