ἀνθολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνθολόγος ὁ, ἀμάρτ. ἀνθουλόγους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀθ-θολόος Κύπρ. Τῆλ. ἀθολόγος Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀνθολόγος.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἐργάτις μέλισσα ἡ συλλέγουσα ἐκ τῶν ἀνθέων τὸ μέλι Κύπρ.: Τούτ’ ἡ μέλισσα ἔν᾿ ἀθ-θολόος. 2) Ἡ ὀπὴ τῆς κυψέλης διὰ τῆς ὁποίας εἰσέρχονται καὶ ἐξέρχονται αἱ μέλισσαι Κρήτ. Κύπρ. Τῆλ.: ᾎσμ. Σὰν τριυρι'ζ’ ἡ μέλισσα νὰ μπῇ ’ς τόν ἀθ-θολόον, ἔτσι τριύριζα τ’ ἐγιˬώ γιˬά νὰ τῆς ρίξω λόον Κύπρ. 3) Ἡ ἐπὶ τοῦ πώματος τοῦ πίθου ὀπή, ἐξ ἧς διὰ σίφωνος μεταγγίζουν τὸν οἶνον Κύπρ. : Ταύρα κρασὶν ποὺ τὸν ἀθ-θολόον μὲ τὸ σιφ-φώνιν. 4) ᾿Εργαλεῖον διὰ τοῦ ὁποίου συλλέγουν τὴν ἐπιπολάζουσαν ἐπὶ τοῦ οἴνου ὕλην Κύπρ.: Σύναξε μὲ τὸν ἀθ-θολόον τὸ ἀφ-φόριν τοῦ κρασιˬοῦ (ἀφ-φόριν = ἀφρώδης ἐπίπαγος σχηματιζόμενος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ οἴνου ἢ ὄξους).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/