ἀνθοστολίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθοστολίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνθοστολίζω ΜΜαλακάσ. ᾿Ασφοδ 94 - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. ἀνθουστουλίζου Θρᾴκ. (Κομοτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνθος καὶ τοῦ ρ. στολίζω.

Σημασιολογία

Στολίζω δι᾿ ἀνθέων ἔνθ᾽ ἀν. : ᾎσμ. Νὰ κάτσ’ ἣ κουπιλλούδα ν᾿ ἀνθουστουλιστῇ Κομοτ. - Ποίημ. Κ’ ἐσεῖς ὅπου πηγαίνατε νὰ ντύσ’τε, ν᾽ άνθοστολι'σ’τε, νὰ μοιρολογήσ’τε ΜΜαλακάσ. ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. ἀνθοδροσίζω, ἀνθοδροσοστολίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/