ἀνθούλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθούλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνθούλλι τό, ΣΣκίπη Σερεν. Λουλουδ. 13 - Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. ἀθούλλι Κεφαλλ. ἀνθού’ Στερελλ. (Ἀρτοτ. Βιτριν. Κεφαλόβρ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄνθος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούλλι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸν ἄνθος ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. : Ποίημ. Ν’ άκοὐσουνε τί θὰ μᾶς ποῦνε | τ᾽ ἀνθούλλιˬα τὰ μαγευτικὰ ΣΣκίπης ἔνθ᾽ ἀν. Συνών ἀνθάκι. 2) Τὸ ἄνθος τῆς κολοκύνθης πρὶν ἀνοίξῃ τὰ πέταλα Κεφαλλ. Συνών. ἀνθοῦσα 2 (α). 3) ’Εξάνθημα σπυρί, μάλιστα τῶν μικρῶν παιδίων Κεφαλλ. 4) Συνήθως κατὰ πληθ., αἱ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ οἴνου ὡς λευκὰ στίγματα ἐμφανιζόμεναι οὐσίαι, ὅταν οὗτος κλίνῃ πρὸς τὸ ὄξος Στερελλ.(Κεφαλόβρ.) 5) Πληθ., μικρὰ μόρια ρητίνης ἐπιπλέοντα ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ οἴνου Στερελλ. (Ἀρτοτ. Βιτρίν.) Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/