ἀνθρωπόλαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωπόλαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνθρωπόλαλος ἐπίθ. ΚΠαρορ. Στὸ Ἄλμπουρ. 92

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄνθρωπος καὶ λαλιˬά.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων ἀνθρώπου λαλιάν, ἀνθρωπόγλωσσος: Τὰ βιˬολιˬὰ σωπάσανε κιˬ ὅλοι τώρα μὲ τὰ μάτιˬα γουρλωμένα κοιτάζανε τὸ κουτὶ τὸ ἀνθρωπόλαλο. Συνών. ἀνθρωπομίλητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/