ἀνθρωπομάζωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωπομάζωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθρωπομάζωμα τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄνθρωπος καὶ μάζωμα.
Σημασιολογία
Ἀνθρωπολόγι, ὃ ἰδ.: Αὐτὸς δὲν ἤτανε στρατός, ἤτανε ἀνθρωπομαζώματα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA