ἀνθρωπόπουλλον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωπόπουλλον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνθρωπόπουλλον τό, Πόντ. (Κερασ.) ἀθρουπόπ᾿λλου Μακεδ. (Μελέν.) ἀθρωπόπ’λλο Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀθρωπόπον Πόντ. (Σάντ.) ἀρθεπόπουλλον Πόντ. (Κερασ.) ἀνθρωπόπουλλος Κεφαλλ. Πελοπν. (Δημητσάν.) ἀνθρωπόπ’λλους ὁ, Μακεδ. (Μελέν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -πουλλον.

Σημασιολογία

1) Τὸ τέκνον ἀνθρώπου καθὼς πρέπει, εὐγενὲς τοὺς τρόπους Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) β) Ἄνθρωπος φρόνιμος καὶ προνοητικὸς Πόντ. (Κερασ.): Παροιμ. Τ᾿ ἀνθρωπόπουλλα πρὶν πεινασεῖν μαγερεύουν. Συνών. παροιμ. τῶν φρονίμων τὰ παιδιὰ πρὶν πεινάσουν μαγειρεύουν. 2) Μικρὸς ἄνθρωπος, ἀνθρωπίσκος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ) Μακεδ. (Μελέν.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνθρωπάκι 1. 3) Ἄνθρωπος οὐτιδανὸς καὶ εὐτελὴς Κεφαλλ. Πελοπν. (Δημητσάν.): Παροιμ. Ἄνθρωποι κιˬ ἀνθρωπόπουλλοι, | ἄνθρωποι κιˬ ἀνθρωπάτσοι (ἄνθρωπος ἀνθρώπου διαφέρει) Κεφαλλ. Συνών. ἀνθρωπάκος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/