ἀνθρωποφάγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωποφάγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνθρωποφάγος ἐπίθ. λογ σύνηθ. ἀνθρωποφάος Πελοπν. (Λακων.) ἀθρωποφάγος Πόντ. ( Οἰν.) ἀθρουπουφάγους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀθρωποφάς Νάξ. Κύπρ. ἀρθωποφάγος Πόντ. (Κερασ.) ἀρθεποφάγος Πόντ. (Κερασ.) Θηλ. ἀνθρωποφάσσα Χίος.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνθρωποφάγος. Τὸ θηλ. ἀνθρωποφάσσα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνθρωποφάγισσα.

Σημασιολογία

1) Ὁ τρώγων τὸ ἀνθρώπινον κρέας ἔνθ’ ἀν.: Τοὺν ἔστειλι ἰκεῖ γιˬὰ νὰ τοὺνι φάν οἱ μουνουμμάτις, γιˬατ᾿ ἤτανε ἀθρουπουφάγ', τρώγανε ἀθρώπ’ (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. Ντὸ φογᾶσαι; ἐθαρεῖς πῶς εἶμαι ἀρθωποφάγος! Κερασ. || ᾎσμ. Θεέ, τιˬ ἄν εἶμαι πλάσμαν σου, Χριστὲ τοαὶ ᾿πόκουσέ μου, τὸν -ύλ-λον τὸν ἀθρωποφάν ᾽ς τὸν ἅλυσον δημ-μένον (ἐνν. νὰ εὕρω) Κύπρ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀθρωποφάς καὶ ὡς τοπων. Ἰκαρ. 2) Ὁ ἄγριος καὶ σκληρὸς ἀνθρωπος Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/