ἀνθυπο- ἢ ἀνθυπ-

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθυπο- ἢ ἀνθυπ-

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἀνθυπο- ἤ ἀνθυπ- λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν προθ. ἀντὶ καὶ ὑπό.

Σημασιολογία

Ἀπαντᾷ ὡς α΄ συνθετ. λέξεων, αἱ ὁποῖαι δηλοῦν βαθμοὺς τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, οἷον: ἀνθυπολοχαγός, ἀνθυπομοίραρχος, ἀνθυποπλοίαρχος, ἀνθυπασπιστής, ἀνθυπίατρος, ἀνθυπίλαρχος κτλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/