ἄνιδρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνιδρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄνιδρα ἐπίρρ. ἄνιdρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἄνιδρος < ἀρχ. ἀνίδρως.

Σημασιολογία

Χωρὶς νὰ ἱδρώσῃ τις, ἀκόπως: Ἄκοπα κι ἄνιdρα παίρνεις σὺ διˬακόσιˬες δραχμὲς καὶ κακοφάνηκέ σου κιˬόλας;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/