ἀνίδρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνίδρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνίδρωτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.) -ΜΜαλακάσ. ἐν Ἀνθολογ. ΗἈποστολίδ. 215 ἁνέδρουτε Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνίδρωτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἱδρώσας ἢ ὁ μὴ ἱδρώνων ἔνθ’ ἀν.: Ἀνίδρωτοι ᾽λοτόμοι ΜΜαλακάσ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ μὴ ὑποστὰς κόπους ἐν τῷ βίῳ του Τσακων. 3) Νωθρός, ὀκνηρὸς Τσακων. Συνών. τεμπέλης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/