ἀνίκανος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνίκανος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνίκανος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀνίκανους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνίκανος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων τὴν ἱκανότητα, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κάμῃ τι, ἀνεπιτήδειος πρὸς ἐργασίαν: Ἀνίκανος ἄνθρωπος. Ἡ δεῖνα εἶναι ἀνίκανη γυναῖκα καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ. Κορίτσι – παιδὶ ἀνίκανο. 2) Ὁ πάσχων ἀπὸ φυσικὴν ἀνικανότητα εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν συζυγικῶν καθηκόντων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/