ἀνισσάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνισσάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνισσάριστος ἐπίθ. ἀισσάριστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἰσσαριστὸς < ἰσσάρω < Ἰταλ. issare.
Σημασιολογία
Ὁ μήπω ἀναρτηθείς, ἐπὶ τῶν σφαζομένων ζῴων: Ἀισσάριστος εἶν᾽ ἀκόμα ὁ χοῖρος μας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA