ἀνιστόρητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνιστόρητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνιστόρητος ἐπίθ. Κάλυμν. . - ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 33 - Λεξ. Δεὲκ Ἐλευθερουδ. Δημητρ. ἀνεστόρητος Θήρ. Κάλυμν. ἀνεστόρετος Θήρ. ἀνιστόριστος ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 49 καὶ Πολιτ. μοναξ.2 94.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνιστόρητος. Ὁ τύπ. ἀνιστόριστος ἐκ τοῦ ἀνιστορίζω παρὰ τὸ ἀνιστορῶ.
Σημασιολογία
1) Ἀνεκδιήγητος Θήρ. - ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Δεὲκ Ἐλευθερουδ. Δημητρ.: Ἀνιστόρητος καη͜μὸς Λεξ. Δημητρ. Ἀνιστόρητα παθήματα αὐτόθ. Πλούτη ἀνιστόρητα καὶ ἀφάνταστα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Λαχτάρες ἀνιστόριστες ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 49 - Ποίημ. Ἐσὺ μὲ τ᾿ ἀνιστόριστα τὰ κάλλη ποῦ εἶσαι ὅλη προσευχὴ κιˬ ὅλη ἕνας νοῦς ΚΠαλαμ. Πολιτ. μοναξ.2 94. ΙΙ) Ὁ μὴ τυχὼν μερίμνης Κάλυμν. : Ἠφῆκα dον ἀνεστόρητο. Κάουdαν τὰ ζὰ ἀνεστόρητα οὕλη dὴν ἡμέρα. Συνών. ἀλάτρευτος 1. ΙΙΙ) Ἀμόρφωτος, ἀγροῖκος Κάλυμν. β) Βλάξ, μωρὸς Κάλυμν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάποδος Α 5 δ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA